μετοπωρινος

μετοπωρινος
    μετοπωρινός
    μετ-οπωρῐνός
    3
    осенний
    

(χρόνος Xen.; νύκτες Thuc.; μέλι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μετοπωρινος" в других словарях:

  • μετοπωρινός — μετοπωρινός, ή, όν (ΑΜ) [μετόπωρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο, ο φθινοπωρινός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) μετοπωρινόν κατά την περίοδο τού φθινοπώρου …   Dictionary of Greek

  • μετοπωρινός — autumnal masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινά — μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc pl μετοπωρινά̱ , μετοπωρινός autumnal fem nom/voc/acc dual μετοπωρινά̱ , μετοπωρινός autumnal fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινῶν — μετοπωρινός autumnal fem gen pl μετοπωρινός autumnal masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινόν — μετοπωρινός autumnal masc acc sg μετοπωρινός autumnal neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωριναῖς — μετοπωρινός autumnal fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωριναί — μετοπωρινός autumnal fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινοῖς — μετοπωρινός autumnal masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινοί — μετοπωρινός autumnal masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινοῦ — μετοπωρινός autumnal masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοπωρινούς — μετοπωρινός autumnal masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»